Ελληνική οικονομία: η δύσκολη ή και αδύνατη επανεκκίνηση

Standard

του Δημήτρη Β. Παπαδημητρίου

O Δημήτρης Β. Παπαδημητρίου, πρόεδρος του  Levy Economics Institute of Bard College της Νέας Υόρκης και καθηγητής οικονομικών  στο Bard College μίλησε στο διεθνές συνέδριο που διοργάνωσαν το ΙΝΕΡΠΟΣΤ και το Levy Institute στην Αθήνα, προχθές και χθες,  8-9 Μαρτίου 2013, με θέμα «Προκλήσεις και πολιτικές επιλογές για την Ευρωζώνη και την Ελλάδα». Δημοσιεύουμε σήμερα ένα απόσπασμα, που αναφέρεται στο κρίσιμο ζήτημα της επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας. Το πλήρες κείμενο, στο τέλος του ποστ.

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

 

Φερνάν Λεζέ, "Οι χτίστες", 1950

Φερνάν Λεζέ, «Οι χτίστες», 1950

 Yπάρχει το κρίσιμο ζήτημα της επανεκκίνησης της ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας. Η τελευταία έκθεση (χειμώνας 2013) του European Economic Forecast δεν είναι ενθαρρυντική. Οι προβλέψεις κάνουν λόγο για  αρνητική ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ το 2013, και για την Ελλάδα περαιτέρω συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4,4%. Κατά την άποψή μου, αυτή είναι η πιο αισιόδοξη εκδοχή, καθώς άλλες προβλέψεις αναφέρουν ότι η συρρίκνωση θα κινηθεί στα επίπεδα του 2012 (δηλαδή, 6%). Η συνεχιζόμενη λιτότητα, που συνδυάζει περικοπές δαπανών και αύξηση των φόρων, μαζί με μειώσεις μισθών και συντάξεων, είναι η αιτία της εμβάθυνσης της ύφεσης και της περαιτέρω επιδείνωσης των ποσοστών ανεργίας-υποαπασχόλησης. Το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) προβλέπει αύξηση της ανεργίας στο 30%, αν και ο πρωτογενής προϋπολογισμός της κεντρικής κυβέρνησης μπορεί να εξισορροπηθεί  ή να εμφανίσει ακόμη και ένα μικρό πλεόνασμα το 2014. Το κόστος αυτού του επιτεύγματος, που έχει λάβει πανηγυρικό χαρακτήρα για την κυβέρνηση, είναι αφόρητο και ηθικά απαράδεκτο.

Η επικίνδυνη και παράλογη ιδέα της λιτότητας υποθέτει ότι δεν θα επηρεαστεί η συμπεριφορά του εγχώριου ιδιωτικού τομέα με τη μείωση του  δημόσιου ελλείμματος. Επιπλέον, θεωρεί ότι η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας με στόχο τη μείωση του μοναδιαίου κόστους θα εξασφαλίσει τα επίπεδα ανταγωνιστικότητας που θα αυξήσουν τις καθαρές εξαγωγές και θα μειώσουν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο, πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο βασίζονται σε πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών προκειμένου να τροφοδοτήσουν την εγχώρια ανάπτυξη και να διατηρήσουν σε εύρωστη κατάσταση τους ισολογισμούς του κράτους και του ιδιωτικού τομέα. Η αντίδρασή τους στη δημοσιονομική σύσφιξη των εμπορικών εταίρων είναι είτε να προβούν στην υποτίμηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών τους είτε να μειώσουν το κόστος τους. Στο τέλος, αυτή η αντίδραση πυροδοτεί ένα είδος σύγχρονης μερκαντιλιστικής δυναμικής, που οδηγεί σε κούρσα προς τα κάτω από την οποία λίγες δυτικές χώρες μπορούν να βγουν κερδισμένες.

Μόνο η Γερμανία έχει ειδικευτεί στη σύγχρονη μερκαντιλιστική δυναμική και έχει παίξει καλά τα χαρτιά της. Έχει παγώσει τους μισθούς ενώ έχει αυξήσει σημαντικά την παραγωγικότητα. Ως αποτέλεσμα, παρά το σχετικά υψηλό βιοτικό της επίπεδο, έχει μετατραπεί σε παραγωγό χαμηλού κόστους στην Ευρώπη. Με δεδομένα τα πλεονεκτήματα παραγωγικότητας που διαθέτει, η Γερμανία είναι σε θέση να ανταγωνιστεί με τις χώρες εκτός της ευρωζώνης, παρά ένα φαινομενικά υπερτιμημένο νόμισμα. Για τη Γερμανία, ωστόσο, το ευρώ είναι σημαντικά υποτιμημένο, παρόλο που οι περισσότερες χώρες στην ευρωζώνη θεωρούν ότι είναι ιδιαίτερα υπερτιμημένο. Το αποτέλεσμα είναι να μπορεί η Γερμανία να «τρέχει» πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, επιτρέποντας στον εγχώριο ιδιωτικό τομέα και την κυβέρνηση να εμφανίζουν ελλείμματα που ήταν σχετικά μικρά.

Η πολιτική επιλογή για την Ελλάδα είναι να επαναδιαπραγματευθεί επιθετικά τους όρους της λιτότητας, εκμεταλλεύοντας τα κολοσσιαία λάθη του ΔΝΤ, και να επανεκινήσει τη μηχανή της ανάπτυξης. Μια επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας με βάση την ιδιωτική πρωτοβουλία θα απαιτήσει τεράστια συμβολή από  νεοσύστατες επιχειρήσεις, μεγάλες επιχειρήσεις και ξένο κεφάλαιο. Ιστορικά, οι επενδυτές έχουν βρει τη χώρα «ανελκυστική». Απομένει λοιπόν στον κρατικό τομέα να κάνει τη βαριά δουλειά, και αφού ξέρουμε ότι ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, αν δεν έχει ήδη χρεοκοπήσει, η πηγή χρηματοδότησης θα πρέπει να προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόνο ένα σχέδιο ανάπτυξης τύπου Μάρσαλ μπορεί να σώσει μια χώρα βυθισμένη σε τόσο βαθιά ύφεση όπως είναι η Ελλάδα. Ποιο θα είναι το κόστος; Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά θα έλεγα της τάξης των 40-50 δις ευρώ. Το ποσό αυτό μπορεί να ακούγεται ιδιαίτερα μεγάλο, αλλά δεν είναι μεγαλύτερο από το ποσό που έχει καταβάλλει η χώρα σε πληρωμές τόκων προς τους ξένους δανειστές της από το 2008.

Μια ικανοποιητική μακροπρόθεσμη λύση, όσο δύσκολη κι αν είναι, μπορεί να επιτευχθεί, αλλά απαιτεί εμπνευσμένη καθοδήγηση και δυναμική ηγεσία. Το ζήτημα πλέον δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά άκρως πολιτικό.

ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ

Ευρωζώνη και  Ελλάδα: Προκλήσεις και πολιτικές επιλογές

 

του Δημήτρη Β. Παπαδημητρίου

 Όπως γνωρίζουν καλά όσοι ζουν στην Ελλάδα, η χώρα καθοδηγείται, σε μεγάλο βαθμό από τους πιστωτές της. Παρά τις βίαιες περικοπές μισθών και συντάξεων, τη  μείωση δημοσίων δαπανών και τους συνεχώς αυξανόμενους φόρους, η χώρα εξακολουθεί να δανείζεται υπέρογκα ποσά. Αυτό που κανείς δεν γνωρίζει είναι πότε θα τελειώσει αυτή η περιπέτεια. Οι άνθρωποι στην Ελλάδα έχουν συνηθίσει στις  διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις της τρόικας για δημοσιονομική εξυγίανση, για εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας, για ιδιωτικοποιήσεις, αλλά νιώθουν πολύ απογοητευμένοι και θυμωμένοι.

Για να μπούμε κατευθείαν στο θέμα, τα πράγματα έχουν ως εξής:  Υπάρχουν τέσσερις σημαντικές προκλήσεις μπροστά μας. Δυο από τις προκλήσεις στις οποίες θα αναφερθώ αφορούν τη δομή της ευρωζώνης και όλα τα κράτη-μέλη της. Οι  άλλες δύο αφορούν κυρίως την Ελλάδα και, σε μικρότερο βαθμό, τις άλλες περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης. Φοβάμαι, ωστόσο, ότι οι πολιτικές επιλογές για αυτές τις προκλήσεις είναι πολύ περιορισμένες.

Η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση ήταν καταδικασμένη να αποτύχει από την αρχή της ίδρυσής της. Τα προβλήματα που βλέπουμε τώρα –από τις κρίσεις φερεγγυότητας στην περιφέρεια έως τις επιδρομές στις τράπεζες στην Ισπανία, την Ελλάδα και την Ιταλία– πηγάζουν από την ίδια τη δομή της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης.  Η μεγάλη πρόκληση, συνεπώς, είναι πώς θα διορθωθεί η ελαττωματική δομή του ευρωσυστήματος. Όσοι χαράσσουν πολιτική,  αντί να κάνουν το προφανές, ανταποκρίθηκαν στις διάφορες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης με ένα ανέμπνευστο μίγμα από παρελκυστικές τακτικές και αυτοκαταστροφικές πολιτικές γκάφες. Όταν μεμονωμένα κράτη, όπως η Ελλάδα ή η Ιταλία εντάχθηκαν στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση, υιοθέτησαν ένα ξένο νόμισμα –το ευρώ– αλλά διατήρησαν την ευθύνη για τη δημοσιονομική πολιτική της χώρας τους. Αυτή η προσπάθεια διαχωρισμού της δημοσιονομικής πολιτικής από ένα κυρίαρχο νόμισμα είναι το μοιραίο ελάττωμα, που, αν δεν αντιμετωπιστεί, θα διαλύσει τελικά τη ζώνη του ευρώ.

Πολλοί έχουν επικρίνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), υποστηρίζοντας ότι η νομισματική πολιτική της ήταν πολύ άκαμπτη, ενώ άλλοι έχουν κατηγορήσει τα κριτήρια της συνθήκης του Μάαστριχτ, που έθεσαν όρια στα κράτη-μέλη όσον αφορά τα ελλείμματα και το χρέος. Και οι δύο αυτές κριτικές προσεγγίσεις έχουν κάποια βάση, αλλά χάνουν την ουσία του προβλήματος, που είναι η εξής: η Ιταλία ή η Ελλαδα  έγιναν το αντίστοιχο της πολιτείας του Τέξας ή της Λουιζιάνα, χωρίς να υπάρχει η Ουάσινγκτον.

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ δεν ήταν κατά μέσο όρο περισσότερο σφιχτή από την πολιτική της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ. Και, υπό μια έννοια, τα κριτήρια του Μάαστριχτ ήταν πολύ χαλαρά, αν αναλογιστούμε το διαζύγιο που είχε προκύψει μεταξύ δημοσιονομικής πολιτικής και νομισματικής κυριαρχίας. Στον βαθμό που τα κράτη στην ευρωζώνη είναι χρήστες, και όχι εκδότες ενός νομίσματος, η θέση τους είναι ανάλογη με αυτή των αμερικανικών πολιτειών.  Αλλά οι αμερικανικές πολιτείες είναι υποχρεωμένες να διατηρούν ποσοστά ελλείμματος και χρέους που είναι πολύ πιο αυστηρά από τα όρια που θέτει το Μάαστριχτ. Όμως, εξαρτώνται  από το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση και την ιατρική περίθαλψη, τη στήριξη στην περίπτωση περιβαλλοντικών καταστροφών και τραπεζικών καταρρεύσεων στην επικράτειά τους, ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει για μια χώρα όπως η Ιταλία ή η Ελλάδα. Εν ολίγοις, οι «πολιτείες» στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση δεν μπορούν να βασιστούν σε ένα υπουργείο Οικονομικών της Ε.Ε. Στις ΗΠΑ, αρμοδιότητα για όλες αυτές τις ευθύνες  έχουν οι εκδότες του νομίσματος – η Fed και το Υπουργείο Οικονομικών.  Αυτό δεν μπορεί  να συμβεί στην ευρωπεριοχή, όπου ο προϋπολογισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι μικρότερος από το 1% του ΑΕΠ.  Ο αντίστοιχος προϋπολογισμός στις ΗΠΑ βρίσκεται στο 15% — και, συμπεριλαμβανομένου του ελλείμματος για την χρηματοδότηση των δαπανών, ανέρχεται συνολικά στο 20% του ΑΕΠ.

Με βάση τη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική κατασκευή της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης, ήταν αναπόφευκτο ότι τα μεμονωμένα κράτη θα αντιμετώπιζαν σημαντικές προκλήσεις στα επόμενα χρόνια.

Καταρχάς, αν ξεσπούσε μια βαθιά ύφεση, οι προϋπολογισμοί τους θα βυθίζονταν βαθύτερα στα ελλείμματα. Το πρόβλημα δεν είναι τα κριτήρια του Μάαστριχτ (δεδομένου, εξάλλου, ότι σχεδόν όλες οι χώρες του ευρώ παραβίαζαν συστηματικά αυτά τα κριτήρια), ούτε καν απλά και μόνο η κυκλική διαδικασία με την οποία οι υφέσεις συρρικνώνουν τα έσοδα και αυξάνουν τις δαπάνες για το δίχτυ ασφαλείας. Το πραγματικό πρόβλημα είναι, κάτω από τέτοιες συνθήκες, ότι οι αγορές θα αντιδρούσαν αυξάνοντας τα ασφάλιστρα κινδύνου για το χρέος μιας χώρας, κάτι το οποίο θα προκαλούσε έκρηξη στα επιτόκια δανεισμού, που θα οδηγούσαν σε περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης των ελλειμμάτων, οδηγώντας έτσι τις χώρες σε ένα φαύλο κύκλο ελλειμμάτων-χρέους-ύφεσης – ακριβώς δηλαδή αυτό που βλέπουμε να λαμβάνει χώρα τα τελευταία χρόνια. Χωρίς να υπάρχει μια «Ουάσινγκτον» να έρθει για βοήθεια, οι κυβερνήσεις των χωρών της ευρωζώνης πρέπει να βασίζονται στη φιλανθρωπία της ΕΚΤ για τη διατήρηση των επιτοκίων τους σε χαμηλά επίπεδα.

Οι πολιτικές λύσεις για να διορθωθεί το πρόβλημα της ελαττωματικής δομής της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης μπορεί να είναι οι εξής: Πρώτον, με τη διεύρυνση του πεδίου της δημοσιονομικής πολιτικής στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο μέσω μιας σημαντικής αύξησης του προϋπολογισμού του και τη δυνατότητά του να εκδίδει χρέος. Τα κεφάλαια θα μπορούσαν να μεταβιβαστούν στα κράτη-μέλη με βάση το πληθυσμο του μελους κρατος.

Δεύτερον, οι κανόνες θα μπορούσαν επίσης να αλλάξουν με την ΕΚΤ να αγοράζει κάθε χρόνο ένα μέρος κρατικού χρέους  από τις χώρες-μέλη, που θα ισοδυναμεί με το 6% του ΑΕΠ της ευρωζώνης. Ως αγοραστής, η ΕΚΤ μπορεί να καθορίσει τα επιτόκια είτε σε επίπεδα ημερησίου δανεισμού είτε με μια μικρή προσαύξηση στο ποσοστό επιτοκίου ημερησίου δανεισμού. Η κατανομή θα γίνεται με βάση τον πληθυσμό των κρατών-μελών.

Μια τρίτη επιλογή θα ήταν η δημιουργία μιας χρηματοδοτικής αρχής σε επίπεδο ευρωζώνης, δηλαδή ένας Μηχανισμός Ευρωπαϊκής Σταθερότητας που θα υποστηρίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτό που είναι σημαντικό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι η υποστήριξη θα προέρχεται από το κέντρο, δηλαδή ότι πίσω από το χρέος θα βρίσκεται η ΕΚΤ ή η Ε.Ε. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να διατηρηθούν τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα, εξουδετερώνοντας τις τάσεις για «πειθαρχία της αγοράς» και τους φαύλους κύκλους του χρέους εξαιτίας της έκρηξης των επιτοκίων. Με τη διαμόρφωση των συνθηκών δανεισμού στο πλαίσιο κάποιου πρότυπου, όπως με βάση τον πληθυσμό του κράτους-μέλους, τα επιτόκια θα είναι ίδια για όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης.

Οποιαδήποτε από αυτές τις επιλογές αποτελεί θέμα θεσμικών ρυθμίσεων και πολιτικών περιορισμών. Οι χώρες που δεν έχουν σπάσει τους δεσμούς μεταξύ της δημοσιονομικής πολιτικής  και της νομισματικής κυριαρχίας δεν αντιμετωπίζουν τον ίδιο φαύλο κύκλο της έκρηξης του κόστους δανεισμού. Δείτε για παράδειγμα τις περιπτώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας. Και οι δυο αυτές χώρες έχουν μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά δανείζονται με σχεδόν μηδενικά βραχυπρόθεσμα επιτόκια και με ιστορικά χαμηλά επίπεδα επιτοκίων για τα μακροπρόθεσμα κρατικά ομόλογα.

Οι αγορές αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος ακούσιας στάσης πληρωμών –  η Ιαπωνία και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να πληρώνουν τόκους για τα χρέη τους, αλλά αυτό δεν μπορεί να το εγγυηθεί κανείς για τις χώρες της ευρωζώνης, μερικές εκ των οποίων μάλιστα δεν μπορούν καν να δανειστούν από τις αγορές, παρά το γεγονός ότι το ποσοστό του δημόσιου χρέους τους προς το ΑΕΠ είναι μικρότερο από το αντίστοιχο της Ιαπωνίας.

Οι επιλογές πολιτικής που περιέγραψα είναι διαθέσιμες, αλλά η προθυμία να υλοποιηθούν δεν υπάρχει.

Η δεύτερη πρόκληση προκύπτει από το γεγονός ότι οι μεμονωμένες χώρες στην ευρωζώνη είναι υπεύθυνες για τα δικά τους τραπεζικά συστήματα. Για τις περισσότερες χώρες στην ευρωζώνη, η διάσωση των τραπεζών τους συνεπάγεται την κατάρρευση των δημοσίων οικονομικών — κι αυτό αποτελεί ακόμα ένα ψεγάδι στον σχεδιασμό του ευρωσυστήματος. Χωρίς μια «Ουάσιγκτον» στις Βρυξέλλες ή στη Φραγκφούρτη, που θα σπεύσει να σώσει τα κράτη-μέλη τα οποία βυθίζονταν από τα χρέη που είχαν συσσωρεύσει οι ιδιωτικές τράπεζες, τα χρέη, όπως έχουμε δει, μπορούν εύκολα να ξεπεράσουν σε μέγεθος τις συνολικές κρατικές δαπάνες ή τα έσοδα από φόρους. Πραγματικά, φανταστείτε την πολιτεία της Νέας Υόρκης να είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για την επίλυση ενός μείζονος προβλήματος στην Bank of America ή την Citibank, επειδή απλώς έτυχε να έχουν την έδρα τους εντός των συνόρων της. Οικονομικά, η  πολιτεία αυτή θα καταρρεύσει.

Ένας από τους στόχους της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και των κεφαλαιακών ροών – η άρση των εμποδίων, ώστε οι παραγωγικοί συντελεστές να μπορούν να διασχίζουν τα σύνορα. Αυτό που είναι σημαντικό στο πλαίσιο της κρίσης είναι ότι επέτρεψε στις τράπεζες να αγοράσουν στοιχεία ενεργητικού και να εκδώσουν χρεόγραφα και άλλα στοιχεία παθητικού σε όλη την ευρωζώνη. Αυτό συμπεριλάμβανε την επιβάρυνση των ισολογισμών με κρατικό χρέος, χωρίς την αναγνώριση ότι υπήρχαν διαφορετικά επίπεδα ρίσκου ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, τα οποία καθορίζονταν από τις διαφορές στην συμπεριφορά των οικονομιών του κάθε κράτους μέλους.

Η απορύθμιση και η απόσυρση της εποπτείας των τραπεζικών διεργασιών, που περιέχονται στη συμφωνία της Βασιλείας επέτρεψαν στις ευρωπαϊκές τράπεζες να εμπλακούν στα ίδια χρηματοοικονομικά κόλπα  που είχαν εμπλακεί οι τράπεζες της Γουόλ Στριτ  με την τιτλοποίηση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου.

Ακόμη πιο σημαντική για την τρέχουσα κρίση στην ευρωζώνη ήταν η ικανότητα των τραπεζικών καταθετών να μεταφέρουν δίχως κόστος τις ευρω-καταθέσεις τους από μια τράπεζα στην άλλη, οπουδήποτε στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση. Αυτή η εξέλιξη δρομολογήθηκε χάρη στον μηχανισμό που είναι γνωστός ως «TARGET 2» (Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων και Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο). Οποιοσδήποτε καταθέτης σε μια ελληνική ή ισπανική τράπεζα μπορεί να μεταφέρει τις καταθέσεις του σε γερμανική τράπεζα. Μια τέτοια μετατόπιση απαιτεί ότι η κεντρική τράπεζα της Ελλάδας ή της Ισπανίας θα αποκτήσει αποθεματικά που θα πιστωθούν στην κεντρική τράπεζα της Γερμανίας. Εάν οι καταθέσεις ακολουθούν την  τάση να αποσύρονται από τις περιφερειακές χώρες, οι κεντρικές τους τράπεζες βυθίζονται ακόμα πιο βαθιά σε χρέος προς την ΕΚΤ, προκειμένου να αποκτήσουν αποθεματικά που θα συσσωρεύονται στο λογαριασμό της Bundesbank. Το 1998, ο Peter Garber έγραψε ότι το ανεφάρμοστο ακόμα σύστημα TARGET και η δομή της ΕΚΤ θα δημιουργήσουν έναν «τέλειο μηχανισμό που θα προκαλέσει μια εκρηκτική επίθεση κατά του συστήματος», υπογραμμίζοντας ότι η όλη ρύθμιση παρείχε μόνο τη  «δαπανηρή ψευδαίσθηση» της ασφάλειας.

Αυτή η ψευδαίσθηση έχει πλέον διαλυθεί. Οι καταθέσεις έχουν μεταφερθεί από την περιφέρεια στις γερμανικές τράπεζες. Τον Ιανουάριο του 2013, τα στοιχεία έδειχναν ότι η Bundesbank έχει θετικό ισολογισμό της τάξης των 650 δισ. ευρώ, ενώ η Ισπανία και η Ιταλία έχουν αρνητικό ισολογισμό της τάξης των 350 και 250 δισ. ευρώ, αντίστοιχα. Η Ελλάδα έχει αρνητικό ισολογισμό της τάξης περίπου 100 δισ. ευρώ.

Εάν η Γερμανία βγει από το ευρώ, οι καταθέτες θα λάβουν ανατιμημένα μάρκα, ενώ αν παραμείνει στο ευρώ οι καταθέτες έχουν τις ασφαλέστερες καταθέσεις ευρώ που υπάρχουν. Πιο σίγουρο στοίχημα από αυτό δεν μπορεί να υπάρξει.

Η πολιτική λύση είναι να υιοθετηθεί η ασφάλιση των καταθέσεων για όλες τις καταθέσεις σε ευρώ σε όλες τις τράπεζες της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης.  Φυσικά, η ασφάλιση των καταθέσεων θα καθιστούσε την ΕΚΤ απόλυτα ευάλωτη, η οποία θα κατέληγε αφερέγγυα σε περίπτωση που η Ισπανία ή η Ιταλία εγκατέλειπαν την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση. Και χωρίς μια «Ουάσιγκτον» πίσω από την ΕΚΤ, ο λογαριασμός θα πήγαινε κατευθείαν στη Γερμανία. Αλλά η Γερμανία δεν είναι καθόλου διατεθειμένη να παραλάβει αυτόν τον λογαριασμό. Ως εκ τούτου, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα υπάρξει ασφάλιση των καταθέσεων και κανένα μέλλον για την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση. Ένα ευρωζωνικό σύστημα ασφάλισης των καταθέσεων, που θα υποστηριζόταν από τη δημιουργία ενός δυνατού ευρωπαϊκού ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομικών, είναι η κατάλληλη πολιτική επιλογή προκειμένου να δοθεί τέλος στο φαινόμενο των τραπεζικών επιδρομών και να επιτραπεί ασφάλεια και ευρωστία στο σύστημα πληρωμών.

Είναι σαφές, λοιπόν, ότι μόνο μια διεξοδική μεταρρύθμιση για την ενοποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής και της νομισματικής κυριαρχίας θα σώσει το έργο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αυτό, βέβαια, δεν πρόκειται να συμβεί κάτω από τη σημερινή ευρωπαϊκή ηγεσία. Αλλά μπορεί να ξεκινήσει με την σύμπραξη των χωρών της περιφέρειας απέναντι στην επικυριαρχία του κέντρου στο πλαίσιο της απαίτησης να σταματήσει να στρέφει το ένα κράτος μέλος κατά του άλλου.

Έρχομαι τώρα στις άλλες δύο προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα ιδιαίτερα.

Yπάρχει το κρίσιμο ζήτημα της επανεκκίνησης της ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας. Η τελευταία έκθεση (χειμώνας 2013) του European Economic Forecast δεν είναι ενθαρρυντική. Οι προβλέψεις κάνουν λόγο για  αρνητική ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ το 2013, και για την Ελλάδα περαιτέρω συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4,4%. Κατά την άποψή μου, αυτή είναι η πιο αισιόδοξη εκδοχή, καθώς άλλες προβλέψεις αναφέρουν ότι η συρρίκνωση θα κινηθεί στα επίπεδα του 2012 (δηλαδή, 6%). Η συνεχιζόμενη λιτότητα, που συνδυάζει περικοπές δαπανών και αύξηση των φόρων, μαζί με μειώσεις μισθών και συντάξεων, είναι η αιτία της εμβάθυνσης της ύφεσης και της περαιτέρω επιδείνωσης των ποσοστών ανεργίας-υποαπασχόλησης. Το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) προβλέπει αύξηση της ανεργίας στο 30%, αν και ο πρωτογενής προϋπολογισμός της κεντρικής κυβέρνησης μπορεί να εξισορροπηθεί  ή να εμφανίσει ακόμη και ένα μικρό πλεόνασμα το 2014. Το κόστος αυτού του επιτεύγματος, που έχει λάβει πανηγυρικό χαρακτήρα για την κυβέρνηση, είναι αφόρητο και ηθικά απαράδεκτο.

Η επικίνδυνη και παράλογη ιδέα της λιτότητας υποθέτει ότι δεν θα επηρεαστεί η συμπεριφορά του εγχώριου ιδιωτικού τομέα με τη μείωση του  δημόσιου ελλείμματος. Επιπλέον, θεωρεί ότι η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας με στόχο τη μείωση του μοναδιαίου κόστους θα εξασφαλίσει τα επίπεδα ανταγωνιστικότητας που θα αυξήσουν τις καθαρές εξαγωγές και θα μειώσουν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο, πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο βασίζονται σε πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών προκειμένου να τροφοδοτήσουν την εγχώρια ανάπτυξη και να διατηρήσουν σε εύρωστη κατάσταση τους ισολογισμούς του κράτους και του ιδιωτικού τομέα. Η αντίδρασή τους στη δημοσιονομική σύσφιξη των εμπορικών εταίρων είναι είτε να προβούν στην υποτίμηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών τους είτε να μειώσουν το κόστος τους. Στο τέλος, αυτή η αντίδραση πυροδοτεί ένα είδος σύγχρονης μερκαντιλιστικής δυναμικής, που οδηγεί σε κούρσα προς τα κάτω από την οποία λίγες δυτικές χώρες μπορούν να βγουν κερδισμένες.

Μόνο η Γερμανία έχει ειδικευτεί στη σύγχρονη μερκαντιλιστική δυναμική και έχει παίξει καλά τα χαρτιά της. Έχει παγώσει τους μισθούς ενώ έχει αυξήσει σημαντικά την παραγωγικότητα. Ως αποτέλεσμα, παρά το σχετικά υψηλό βιοτικό της επίπεδο, έχει μετατραπεί σε παραγωγό χαμηλού κόστους στην Ευρώπη. Με δεδομένα τα πλεονεκτήματα παραγωγικότητας που διαθέτει, η Γερμανία είναι σε θέση να ανταγωνιστεί με τις χώρες εκτός της ευρωζώνης, παρά ένα φαινομενικά υπερτιμημένο νόμισμα. Για τη Γερμανία, ωστόσο, το ευρώ είναι σημαντικά υποτιμημένο, παρόλο που οι περισσότερες χώρες στην ευρωζώνη θεωρούν ότι είναι ιδιαίτερα υπερτιμημένο. Το αποτέλεσμα είναι να μπορεί η Γερμανία να «τρέχει» πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, επιτρέποντας στον εγχώριο ιδιωτικό τομέα και την κυβέρνηση να εμφανίζουν ελλείμματα που ήταν σχετικά μικρά.

Η πολιτική επιλογή για την Ελλάδα είναι να επαναδιαπραγματευθεί επιθετικά τους όρους της λιτότητας, εκμεταλλεύοντας τα κολοσσιαία λάθη του ΔΝΤ, και να επανεκινήσει τη μηχανή της ανάπτυξης. Μια επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας με βάση την ιδιωτική πρωτοβουλία θα απαιτήσει τεράστια συμβολή από  νεοσύστατες επιχειρήσεις, μεγάλες επιχειρήσεις και ξένο κεφάλαιο. Ιστορικά, οι επενδυτές έχουν βρει τη χώρα «ανελκυστική». Απομένει λοιπόν στον κρατικό τομέα να κάνει τη βαριά δουλειά, και αφού ξέρουμε ότι ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, αν δεν έχει ήδη χρεοκοπήσει, η πηγή χρηματοδότησης θα πρέπει να προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόνο ένα σχέδιο ανάπτυξης τύπου Μάρσαλ μπορεί να σώσει μια χώρα βυθισμένη σε τόσο βαθιά ύφεση όπως είναι η Ελλάδα. Ποιο θα είναι το κόστος; Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά θα έλεγα της τάξης των 40-50 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό μπορεί να ακούγεται ιδιαίτερα μεγάλο, αλλά δεν είναι μεγαλύτερο από το ποσό που έχει καταβάλει η χώρα σε πληρωμές τόκων προς τους ξένους δανειστές της από το 2008.

Η δεύτερη πρόκληση για την Ελλάδα είναι η μάστιγα της τεράστιας ανεργίας, και όλοι ξέρουμε γιατί:

Α. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της ακραίας ανεργίας είναι γνωστές. Η συρρίκνωση της οικονομίας παγιώνεται. Και οι δεξιότητες των εργαζομένων φθίνουν και γίνονται παρωχημένες, με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμη πιο δύσκολη η επανένταξή τους στην αγορά εργασίας.

Β. Η μαύρη εργασία διογκώνεται εις βάρος της επίσημης οικονομίας. Στην περίπτωση της Ελλάδας δεν είναι απλώς αμελητέα ποσότητα.  Εκτιμάται ότι ο γκρίζος τομέας αποτελεί (όπως και στην περίπτωση της Ιταλίας) το ένα τέταρτο περίπου του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος.

Γ. Η ανισότητα αυξάνεται, και ως εκ τούτου λαμβάνουν χώρα επικίνδυνες ιδεολογικές μετατοπίσεις.

Δ. Η κοινωνική συνοχή αποδομείται με ταχείς ρυθμούς. Η φτώχεια, οι άστεγοι και το έγκλημα αυξάνονται, η δημόσια υγεία υπονομεύεται, η κατάθλιψη, οι αυτοκτονίες και οι προσωπικές τραγωδίες πολλαπλασιάζονται.

Η Ελλάδα βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο μονοπάτι μιας τέτοιας αποκάλυψης. Τα συνολικά ποσοστά ανεργίας ανέρχονται στο 27% και μπορεί να ξεπεράσουν το 30% πριν από το τέλος του έτους. Οι κατεστραμμένες ζωές περιλαμβάνουν πάνω από 20.000 αστέγους και το φαινόμενο των αυτοκτονικών ακολουθεί ανοδική τροχιά.

Οι διαστάσεις χιονοστιβάδας που αναμένεται να λάβει η ανεργία αποτελούν από μόνες τους μια τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη. Η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται επίσης από υψηλά ποσοστά αυτοαπασχολούμενων και μικρών επιχειρήσεων, αγγίζοντας το 35% όλων των εργαζομένων. Οι αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις που συνοδεύουν τα υψηλά ποσοστά ανεργίας περιλαμβάνουν απότομη πτώση στις λιανικές πωλήσεις και σε διάφορες κατηγορίες καταναλωτικών προϊόντων.  Καθώς η οικονομία συνεχίζει να συρρικνώνεται, πώς θα επιβιώσουν αυτές οι επιχειρήσεις χωρίς παρέμβαση; Είναι λυπηρό να συλλογιστεί κανείς ότι χιλιάδες Έλληνες θα παραμείνουν άνεργοι για πολύ καιρό ακόμα  επειδή αυτοί που χαράσσουν πολιτική πιστεύουν στη λογική της λιτότητας ως θεραπεία.

Υπάρχουν πολιτικές για την απασχόληση που μπορεί να εφαρμοστούν εύκολα και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τη μάστιγα της ανεργίας.

Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω κάνοντας έναν παραλληλισμό με τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν οι ΗΠΑ στην παγκόσμια κρίση του 2007-09 που έπληξε την αμερικανική οικονομία.

Όλοι οι λογικοί οικονομολόγοι και οι επαγγελματίες από τον χώρο των χρηματοοικονομικών λένε ότι η κρίση στις ΗΠΑ οφείλεται στον φονταμενταλισμό της ελεύθερης αγοράς που επικράτησε από τη δεκαετία του 1980. Η παγκοσμιοποίηση, η απορρύθμιση, η χρηματοπιστωτική καινοτομία οδήγησαν σε μια υπερβολική αύξηση της μόχλευσης και της κερδοσκοπίας. Τα χρέη των πιστωτικών αγορών στις ΗΠΑ υπερέβαιναν το 350% του ΑΕΠ το 2007. Η απεριόριστη και αρρύθμιστη δημιουργία πίστωσης συνέβαλε στο να δημιουργηθεί μια «σούπερ φούσκα» στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων.

Θέλω, επίσης, να επιστρατεύσω το επιστημονικό έργο του Χάιμαν Μίνσκι, γνωστού για το επιχείρημα ότι το χρηματικό κεφάλαιο ήταν η αιτία της αστάθειας στο  καπιταλιστικό σύστημα. Αν ζούσε, θα αισθανόταν δικαιωμένος για το ότι η τιτλοποίηση και η ευφορία των επενδυτών οδήγησε, για άλλη μια φορά, σε μια  εντυπωσιακή άνθηση κερδοσκοπίας, που κατέρρευσε απότομα το 2007. Όπως συνήθιζε να  προειδοποιεί, η σταθερότητα είναι αποσταθεροποιητική. Ποια ήταν η πολιτική του συνταγή για τις χρηματοοικονομικές κρίσεις; «μεγάλο κράτος» και «μεγάλη τράπεζα». Έτσι, στην Αμερική, η μόνη ίσως ακτίνα φωτός στην παγκόσμια κρίση του 2007-2009 ήταν ότι οι οικονομολόγοι και οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής ανακάλυψαν τα οφέλη του μεγάλου κράτους. Όλοι γίναμε «κεϋνσιανοί» και πάλι, καθώς ενστικτωδώς στραφήκαμε για βοήθεια στο μεγάλο κράτος.

Η τεράστια έκταση και το μέγεθος της χρηματοοικονομικής κρίσης προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου ανταπόκριση από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (η «μεγάλη τράπεζα» του Μίνσκι) στην εκπλήρωση της λειτουργίας της ως «δανειστής της εσχάτης προσφυγής». Όταν αθροιστούν όλες οι ξεχωριστές συναλλαγές σε όλο το φάσμα των μηχανισμών που δημιουργήθηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης, η άνευ προηγουμένου προσπάθεια της Fed να σώσει το παγκόσμιο σύστημα αποκαλύπτει μια δέσμευση που ξεπερνά τα 29 τρισεκατομμύρια δολάρια. Σκεφτείτε ποια θα ήταν η ανταπόκριση από τις χρηματοπιστωτικές αγορές εάν η ΕΚΤ είχε ενεργήσει με παρόμοιο τρόπο.

Φυσικά, η υστερία των ελλειμμάτων έχει πλήξει την Ουάσιγκτον, Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς ομοίως. Οι αυθεντίες και αυτοί που χαράσσουν πολιτική διαφωνούν  για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστούν οι συνεχιζόμενες δυσκολίες των υψηλών ελλειμμάτων και του χρέους, η αναιμική ανάπτυξη και τα επίμονα υψηλά  ποσοστά ανεργίας. Ως γνωστό, με βάση τα γεγονότα των δύο προηγούμενων εβδομάδων, τα γεράκια του ελλείμματος κέρδισαν τη μάχη για τις αυτόματες περικοπές των δαπανών.  Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κάποιες αισιόδοξες ενδείξεις ότι ο Λευκός Οίκος τάσσεται ανοικτά κατά της εφαρμογής των μέτρων λιτότητας που εφαρμόζονται στην Ευρώπη και της οικονομικής συρρίκνωσης που είναι η αναπόφευκτη συνέπεια αυτής της πολιτικής.

Εν τω μεταξύ, τόσο οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές όσο και οι ΗΠΑ είναι προβληματισμένες με την αστάθεια που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ανησυχία μπορεί να αποτελέσει όχημα για την επανεμφάνιση ενός συμφώνου διατλαντικού εμπορίου ως μέσου για την προώθηση της συνεργασίας και της ανάπτυξης μέσω του εμπορίου και της απελευθέρωσης των επενδύσεων.

Αυτό που πρέπει να γίνει είναι ξεκάθαρο. Μια ικανοποιητική μακροπρόθεσμη λύση, όσο δύσκολη κι αν είναι, μπορεί να επιτευχθεί, αλλά απαιτεί εμπνευσμένη καθοδήγηση και δυναμική ηγεσία. Το ζήτημα πλέον δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά άκρως πολιτικό.

O Δημήτρης Β. Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του  Levy Economics Institute of Bard College της Νέας Υόρκης, εκτελεστικός αντιπρόεδρος και καθηγητής οικονομικών στην έδρα «Jeremy Levy» στο Bard College. Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία του Δ. Παπαδημητρίου στο διεθνές φόρουμ που διοργάνωσαν το ΙΝΕΡΠΟΣΤ και το Levy Institute και διεξήχθη στην Αθήνα 8-9 Μαρτίου 2013.

3 σκέψεις σχετικά με το “Ελληνική οικονομία: η δύσκολη ή και αδύνατη επανεκκίνηση

  1. Πίνγκμπακ: Ελληνική οικονομία: η δύσκολη ή και αδύνατη επανεκκίνηση | Το μεγαλύτερο blog της πόλης

  2. Πίνγκμπακ: I spy with my little eye (το ευρωπαικό κρυστάλινο σφαιρίδιο) | Techie Chan

  3. Πίνγκμπακ: I spy with my little eye (το ευρωπαικό κρυστάλινο σφαιρίδιο) | Ελεύθερη Λαική Αντιστασιακή Συσπείρωση ( ΕΛ.Λ.Α.Σ)

Σχολιάστε